- αντίθετο φύλο
- cпротивниот пол
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
ετερογαμία — Τρόπος αμφιγονικής αναπαραγωγής, κατά την οποία οι συναπτόμενοι γαμέτες προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Η ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανισογαμία αν υπάρχει διαφορά μεγέθους και μορφής μεταξύ των γαμετών ή μεταξύ των γεννητικών κυττάρων των… … Dictionary of Greek
σωβινισμός — Είναι η φανατικά εθνικιστική στάση εκείνων που υποτιμούν και καταπολεμούν ακόμα και με τη βία καθετί που δεν έχει εθνική προέλευση, ενώ εξυμνούν απεριόριστα και αποκλειστικά κάθε όψη της εθνικής ζωής. Πρόκειται για ακραία μορφή εθνικισμού, που… … Dictionary of Greek
Νίλσεν, Λέσλι — (Leslie Nielsen, Καναδάς 1926 –). Καναδός ηθοποιός. Σπούδασε ΜΜΕ και ξεκίνησε σαν εκφωνητής και παραγωγός μουσικών εκπομπών στην πατρίδα του ώσπου μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο μετακόμισε στην Νέα Υόρκη όπου και παρακολουθησε μαθήματα στο… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… … Dictionary of Greek
ληξιαρχείο — Δημόσια υπηρεσία επιφορτισμένη με την τήρηση βιβλίων τα οποία ονομάζονται ληξιαρχικά και στα οποία καταχωρούνται τα γεγονότα που αφορούν την προσωπική κατάσταση κάθε προσώπου: γεννήσεις, βαπτίσεις, γάμοι, θάνατοι. Σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek